Φόρκυς

Φόρκυς
Θαλασσινός θεός της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ως πατέρας της Θοόσης, μητέρας του Πολύφημου. Με το όνομά του ήταν γνωστό ένα λιμάνι στην Ιθάκη. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, ήταν γιος του Πόντου και της Γαίας και αδελφός του Νηρέα. Με την Κητώ απόκτησε πολλά τέρατα (Γραίοι και Γοργόνες, Δράκοι των Εσπερίδων κ.ά.). Έλεγαν πως παιδιά του ήταν και οι Σειρήνες, η Σκύλλα και η Έχιδνα. Παρουσιάζεται ως γέρος, που ζει στην Τριτωνίτιδα, λίμνη της Λιβύης, ή στην Ιθάκη, την Αχαΐα ή την Εύβοια. Οι κόρες του λέγονται Φορκυνίδες ή Φορκυάδες. Ήταν γριές, με λαιμούς κύκνων, κατοικούσαν στο αιώνιο σκοτάδι κοντά στις Γοργόνες, και κάθε τρεις είχαν από ένα μάτι και ένα δόντι. Ο Αισχύλος είχε γράψει μια τραγωδία που λεγόταν Φορκίδες, όπου τις παρουσίαζε. Ο Γκέτε τις παρουσιάζει στο δεύτερο μέρος του Φάουστ.
* * *
-υος και -υνος, ο, ΝΑ
μυθ.
1. θεός τής θάλασσας, γιος τού Πόντου και τής Γης ή τού Ωκεανού και τής Τηθύος
2. το Έρεβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φορκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φόρκυς — Φόρκῡς , Φόρκυς masc acc pl Φόρκῡς , Φόρκυς masc nom/voc pl Φόρκῡς , Φόρκυς masc nom sg Φόρκυς fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυσι — Φόρκυς masc dat pl Φόρκυς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυσιν — Φόρκυς masc dat pl Φόρκυς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φορκύνοιν — Φόρκυς fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φορκύνων — Φόρκυς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυνα — Φόρκυς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυνας — Φόρκυς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυνε — Φόρκυς fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυνες — Φόρκυς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκυνι — Φόρκυς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”